- μπαγλαμάς
- Έγχορδο μουσικό όργανο της οικογένειας των ταμπουράδων, γνωστό από την αρχαιότητα, από την οποία μέσω του Βυζαντίου έφτασε στην εποχή μας. Η πανδουρίς των αρχαίων μετονομάστηκε μ. από την τουρκική baglama που σημαίνει «δεσμός» (ligature). Στην τουρκοκρατία ήταν γνωστός και με το όνομα «ικιτελί» (= δίχορδο), γιατί είχε δύο μετάλλινες χορδές. Ο Κασομούλης στα απομνημονεύματά του (Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων), τον αναφέρει και «βαγλαμάν» και γράφει πως ήταν το μουσικό όργανο των κλεφτών και των αρματολών: έχει μικρό ηχείο σε σχήμα αχλαδιού και σχετικά μεγάλο βραχίονα, μήκους 35-36 εκ., όπου σημειώνονται τα διαστήματα με σταθερά χωρίσματα. Σήμερα παίζεται με τρεις χορδές (ρε, λα, ρε) ως συνοδεία του μπουζουκιού.
Ο μπαγλαμάς (πανδουρίς) έφτασε στην εποχή μας από το Βυζάντιο· σήμερα κυριαρχεί, μαζί με το μπουζούκι, στα λαϊκά μουσικά συγκροτήματα.
* * *ο1. μικρό έγχορδο λαϊκό μουσικό όργανο2. μτφ. άνθρωπος ασήμαντος και κουτός.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bağlama].
Dictionary of Greek. 2013.